- κωθωνισμός
- κωθων-ισμός, ὁ,A tippling, Arist.Pr.863b25, Mnesith. ap. Ath.11.484a (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κωθωνισμός — κωθωνισμός, ὁ (Α) [κωθωνίζω] μεθύσι … Dictionary of Greek
κωθωνισμός — tippling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωθωνισμοῖς — κωθωνισμός tippling masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωθωνισμοῦ — κωθωνισμός tippling masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωθωνισμῶν — κωθωνισμός tippling masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)